- βιστιρώ
- και βιστιρίζω1. επιτίθεμαι εναντίον κάποιου, χτυπώ κάποιον2. βρίζω, προσβάλλω3. αποβιβάζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < (προβηγκ.) investir ή vistir, κατ' άλλη δε άποψη < ιταλ. investire «κτυπώ, επιπίπτω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.